Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπαθιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπαθιά η [spaθxá] Ο24 : χτύπημα με σπαθί: Tου δίνει δυο δυνατές σπαθιές και τον σκοτώνει. || ουλή από τραύμα με σπαθί.

[μσν. σπαθία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < σπαθέα < σπαθ(ίν) -έα > -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες