Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπίλωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπίλωση η [spílosi] Ο33 : ηθική μείωση ή συκοφαντία: H ~ της τιμής / της υπόληψης / του ονόματος / της μνήμης κάποιου.

[λόγ. σπιλω- (δες σπιλώνω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες