Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σπίλος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπίλος ο [spílos] Ο18 : (ιατρ.) είδος κηλίδας του δέρματος.

[λόγ. < αρχ. σπίλος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go