Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σπίκερ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπίκερ ο [spíker] Ο (άκλ.) : αυτός που αναμεταδίδει αθλητικό αγώνα από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση: Ο ~ του ποδοσφαιρικού αγώνα ΠAΟK-Ολυμπιακού.

[λόγ. < αγγλ. speaker]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go