Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπήλιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπήλιο το [spílo] Ο39 : (λαϊκότρ.) σπηλιά.

[αρχ. σπήλαιον με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες