Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπέσιαλ [spésial] Ε (άκλ.) : (προφ.) 1. εξαιρετικός, ιδιαίτερος: Έκανε μία ~ εμφάνιση. Θα σου φτιάξω έναν μπουφέ ~ για τη γιορτή σου. H μακαρονάδα σου είναι πολύ ~. 2. (ως επίρρ.) εξαιρετικά, υπέροχα: Περάσαμε ~. || (σε ραδιοφωνικές συνήθ. εκπομπές, για τραγούδι) ειδικά: Kαι τώρα ένα κομμάτι ~ αφιερωμένο στους φαντάρους που μας ακούνε.
[λόγ. < αγγλ. special]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπεσιαλίστας ο [spesialístas] Ο3 & σπεσιαλίστ ο [spesialíst] Ο (άκλ.) θηλ. σπεσιαλίστρια [spesialístria] Ο27 & σπεσιαλίστα [spesialísta] Ο25 : (προφ.) ο ειδικός, ο ειδικευμένος σε κτ., αυτός που ξεχωρίζει, που είναι πολύ καλός σε ένα συγκεκριμένο τομέα: Είναι ~ στους καφέδες. ~ στο είδος του.
[λόγ. < γαλλ. spécialiste & με προσαρμ. στη δημοτ. -ίστας· λόγ. σπεσιαλίσ(τ) -τρια· λόγ. σπεσιαλ(ίστας) -ίστα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπεσιαλιτέ η [spesialité] Ο (άκλ.) : έδεσμα ή γλυκό του οποίου ο τρόπος παρασκευής είναι αποκλειστικότητα κάποιου, στου οποίου την παρασκευή είναι κάποιος ειδικευμένος: ~ μου είναι τα ντολμαδάκια. Nόστιμες ~. Δοκιμάστε τη ~ του μαγαζιού μας.
[λόγ. < γαλλ. spécialité]



