Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπάρσιμο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπάρσιμο το [spársimo] Ο50 : η ενέργεια του σπέρνω· σπορά: Tο ~ του χωραφιού. Δεν είχαν ακόμη τελειώσει το ~ του χωραφιού και άρχισε να βρέχει.

[σπαρ- (σπέρνω) -σιμο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες