Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπάνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπάνω [spáno] Ρ1α : (λαϊκότρ.) σπάζω.

[μσν. σπάνω < σπά(ζω) μεταπλ. -νω με βάση το συνοπτ. θ. σπασ- κατά το σχ.: φτασ- (έφτασα) - φτάνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες