Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σούστα
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σούστα 1 η [sústa] Ο25α : 1. ελατήριο, συνήθ. σπειροειδές. 2. ιδιότυπο κουμπί για ενδύματα, από δύο δισκία, από τα οποία το ένα έχει προεξοχή που εφαρμόζει στην κοιλότητα του άλλου με πίεση.

[βεν. susta `ελατήριο΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σούστα 2 η : είδος μόνιππου δίτροχου οχήματος.

[βεν. susta `σκοινί για δέσιμο φορτίου΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σούστα 3 η : είδος παραδοσιακού πηδηχτού και ζωηρού κρητικού χορού.

[βεν. susta `ξεσήκωμα΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go