Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σούμα
5 items total [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σούμα 1 η [súma] Ο25α : (προφ.) άθροισμα λογαριασμού· λογαριασμός: Kάνε τη ~ να δούμε τι σου χρωστάω.

[μσν. σούμμα < λατ. summa & μέσω του βεν. suma (ορθογρ. απλοπ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σούμα 2 η : (λαϊκότρ.) οινόπνευμα που λαμβάνεται από την πρώτη απόσταξη· (πρβ. στεμφυλόπνευμα, τσίπουρο).

[τουρκ. soma, suma]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουμάδα η [sumáδa] Ο26 : αρωματικό ηδύποτο αναψυκτικό που παρασκευάζεται από αλεσμένη ψύχα αμυγδάλων.

[βεν.(;)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουμάρισμα το [sumárizma] Ο49 : (προφ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σουμάρω.

[σουμάρ(ω) -ισμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουμάρω [sumáro] -ομαι Ρ6 : (προφ.) προσθέτω διάφορα επί μέρους ποσά και εξάγω το τελικό άθροισμα· αθροίζω.

[σούμ(α) 1 -άρω ή βεν. sumar ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go