Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σούζα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σούζα η [súza] Ο25α : α. η στάση τετράποδου ζώου που στηρίζεται μόνο στα δύο πίσω πόδια του. || (ως επίρρ.) (έκφρ.) στέκομαι ~ (μπροστά σε κπ.), με τη στάση μου εκδηλώνω διάθεση απόλυτης υποταγής, τυφλής υπακοής, συνήθ. από φόβο ή δουλοπρέπεια· ΣYN έκφρ. στέκομαι κλαρίνο / προσοχή. β. επίδειξη ικανοτήτων που κάνει αναβάτης δικύκλου, συνήθ. μοτοσικλέτας, όταν κινείται στηριζόμενος μόνο στον πίσω τροχό.

[παλ. ιταλ. suso επίρρ. `προς τα πάνω΄ > σούζο, το (η ενέργεια) > επίρρ. σούζα και σχημ. θηλ. ουσ. από το επίρρ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go