Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σοφιστικέ [sofistiké] Ε (άκλ.) : για ό,τι δίνει μια εντύπωση εξεζητημένης και προκλητικής κομψότητας, λεπτότητας: Στιλ ~. Ύφος ~. ~ ντύσιμο.
[λόγ. αντδ. < γαλλ. sophistiqué < υστλατ. sophisticari < αρχ. σοφιστικός]



