Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σοφάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σοφάρω [sofáro] Ρ6α : (προφ., λαϊκ.) οδηγώ αυτοκίνητο: Έμαθε μικρός να σοφάρει.

[σοφέρ -άρω με απλολ. [erar > ar] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες