Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σουτζούκι το [sudzúki] Ο44 : 1. είδος γλυκίσματος από μουσταλευριά και καρύδια σε σχήμα μακριάς κυλινδρικής ράβδου. 2. (σπάν.) λουκάνικο ή σουτζουκάκι.
[τουρκ. sucuk -ι]



