Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σουτάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουτάρω [sutáro] -ομαι & σουτέρνω [sutérno] -ομαι Ρ6 : 1. (αθλ.) α. στο ποδόσφαιρο, κλοτσώ, στέλνω την μπάλα (προς το αντίπαλο τέρμα). β. στο μπάσκετ, πετώ την μπάλα προς το αντίπαλο καλάθι: Για να έχει πιθα νότητες να νικήσει η ομάδα, ο παίκτης πρέπει να σουτάρει για τρίποντο. 2. (προφ., συνήθ. ειρ. ή περιπαικτικά) α. διώχνω κπ. από κάπου συνήθ. με βίαιο τρόπο: Aν δε στρωθεί στη δουλειά θα τη ~ και θα πάρω άλλη. β. πετώ κτ. άχρηστο: Σουτάρισέ το επιτέλους αυτό το μηχανάκι!

[σουτ -άρω· σουτ(άρω) μεταπλ. -έρνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες