Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σουρτούκης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουρτούκης ο [surtúkis] Ο11 θηλ. σουρτούκα [surtúka] Ο25α & σουρτούκω [surtúko] Ο37α : (προφ.) ως χαρακτηρισμός προσώπου που γενι κά αποφεύγει την οικογενειακή ζωή και τις υποχρεώσεις της και συνηθί ζει να γυρίζει εδώ κι εκεί, διασκεδάζοντας και αλητεύοντας: Tον ξεμυάλι σε μια σουρτούκα. Mωρή σουρτούκω, πού γύριζες όλη μέρα και δε μαγεί ρεψες;

[σουρτούκ(α) -ης· τουρκ. sürtük `γυρίστρα, ανήθικη γυναίκα΄ -α, -ω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go