Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σουρτουκεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουρτουκεύω [surtukévo] Ρ5.2α : περιφέρομαι στους δρόμους, εδώ κι εκεί ή οπουδήποτε, άσκοπα: Πού σουρτούκευες πάλι χτες τη νύχτα;

[σουρτούκ(ης) -εύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go