Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σουπλά το [suplá] Ο (άκλ.) : ειδικό σκεύος επάνω στο οποίο ακουμπούν μια ζεστή κατσαρόλα, μια πιατέλα κτλ. για να μην εφάπτεται στην επιφάνεια τραπεζιού ή άλλου επίπλου.
[λόγ. < γαλλ. dessous-de-plat με αλλαγή κατά το σουβέρ]



