Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σουναμιτισμός ο [sunamitizmós] Ο17 : η παλαιά αντίληψη (κυρίως λαών της Mέσης Aνατολής και της Aσίας) ότι ο εξασθενημένος οργανισμός ηλικιωμένου αναζωογονείται από τη σωματική, σεξουαλική επαφή του με νεαρό άτομο.
[λόγ. < γαλλ. sunamitisme επειδή ο Σολομώντας σε προχωρημένη ηλικία είχε πάρει μια κοπέλα απ΄ τη χώρα Σουνάμ (-isme = -ισμός)]



