Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σουλούπι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουλούπι το [sulúpi] Ο44 : (οικ.) α. (για πρόσ.) η γενική εξωτερική όψη, τα γενικά χαρακτηριστικά και κυρίως το σχήμα του προσώπου ή και του σώματος: Ωραίο / άσκημο ~. Γέρικο ~. Περίεργο / αλλόκοτο / αστείο ~. Δεν τον γνώρισα, παρόλο που το ~ του κάτι μου θύμιζε. Είχε το ίδιο κοντόχοντρο ~ με τον πατέρα του, κοψιά. β. σπανιότερα, για την εξωτερική όψη, εμφάνιση πράγματος και κυρίως για το σχήμα του· γραμμή, κοψιά: Είναι καλό αυτοκίνητο, αλλά το ~ του δε με ενθουσιάζει.

[τουρκ. üslûp `συμπεριφορά, στιλ΄ με μετάθ. του αρχικού φων.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go