Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σουλουπώνω [sulupóno] -ομαι Ρ1 : τακτοποιώ την εξωτερική όψη, την εμφάνιση προσώπου ή πράγματος, ώστε να μη δίνει κακή, άσχημη εντύπωση.
[σουλούπ(ι) -ώνω]



