Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σοσιαλιστικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σοσιαλιστικός -ή -ό [sosialistikós] Ε1 : που έχει σχέση με το σοσιαλισμό, που ανήκει ή που αναφέρεται στο σοσιαλισμό ή στους σοσιαλιστές: Οι οπαδοί της σοσιαλιστικής θεωρίας. Σοσιαλιστικά κόμματα.

[λόγ. σοσιαλιστ(ής) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go