Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σομπρέρο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σομπρέρο το [sobréro] Ο (άκλ.) : πλατύγυρο καπέλο των ισπανόφωνων λαών.

[λόγ. < ισπαν. sombrero]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες