Παράλληλη αναζήτηση
| 21 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σολ το [sól] Ο (άκλ.) : 1. η πέμπτη νότα της ευρωπαϊκής μουσικής κλίμακας. 2. η κλίμακα που αρχίζει από τη νότα σολ: Συμφωνία σε ~ μείζονα / ελάσσονα. 3. χορδή μουσικού οργάνου, η οποία παράγει το σολ: Tο ~ του βιολιού.
[ιταλ. sol]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σόλα η [sóla] Ο25 : το κάτω τμήμα του παπουτσιού που έρχεται σε επαφή με το έδαφος: Δερμάτινη ~. ~ από καουτσούκ. ~ (από) κρεπ. || (μτφ.): ~ έγινε το κρέας, πολύ σκληρό.
[ιταλ. suola με αποβ. του ημιφ. ή ιταλ. (διαλεκτ.) sola]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σολάρισμα το [solárizma] Ο49 : η ενέργεια του σολάρω.
[σολάρ(ω) -ισμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σολάρω [soláro] Ρ6α : για μουσικό ο οποίος εκτελεί ένα μουσικό κομμάτι ή ένα μέρος του μόνος, χωρίς να συνοδεύεται από άλλο όργανο· για μουσικό που παίζει σόλο. || H κορνέτα σολάρει.
[σόλ(ο) -άρω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σολέα η [soléa] Ο25 & σολέας ο [soléas] Ο3 : πλατύς αναβαθμός κατά μήκος του ιερού, ο χώρος ανάμεσα στο τέμπλο και στον άμβωνα.
[λόγ. < μσν. σολέα < λατ. soleas· λόγ. < λατ. soleas]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σολιάζω [solázo] -ομαι Ρ2.1 : βάζω καινούριες σόλες σε παπούτσια, αντικαθιστώ τις φθαρμένες σόλες: Σολιασμένα παπούτσια.
[σόλ(α) -ιάζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σόλιασμα το [sólazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σολιάζω: Έδωσα τα πέδιλα για ~.
[σολιασ- (σολιάζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σολίστ ο [solíst] Ο (άκλ.) & σολίστας ο [solístas] Ο3 θηλ. σολίστ [solíst] Ο (άκλ.) : ο διακεκριμένος μουσικός που ερμηνεύει ένα μουσικό κομμάτι ή ένα μέρος ενός μουσικού έργου μόνος, χωρίς να συνοδεύεται από άλλα όργανα: ~ στο πιάνο θα είναι ο Σγούρος. || ως χαρακτηρισμός δεξιοτέχνη μουσικού, διακεκριμένου στο όργανο που παίζει.
[λόγ. < γαλλ. soliste· ιταλ. solista -ς· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σολιστικός -ή -ό [solistikós] Ε1 : που αναφέρεται στο σολίστα: Tο σολιστικό μέρος απαιτεί μεγάλη δεξιοτεχνία.
[λόγ. σολίστ -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σολιψισμός ο [solipsizmós] Ο17 : (φιλοσ.) θεωρία σύμφωνα με την οποία ο κόσμος δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, παρά μόνο στη συνείδηση του υποκειμένου, το Εγώ αποτελεί τη μόνη υπαρκτή πραγματικότητα για την οποία μπορούμε να είμαστε βέβαιοι.
[λόγ. < γαλλ solipsisme (-isme = -ισμός)]



