Παράλληλη αναζήτηση
14 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σοκ το [sók] Ο (άκλ.) : 1α. ισχυρός νευρικός ή ψυχικός κλονισμός: Δεν έχει συνέλθει ακόμα από το ~ του θανάτου του άντρα της. Kατάφερε να υπερνικήσει το ~. β. (μτφ.) οδυνηρό ξάφνιασμα: Έπαθα ~ μαθαίνοντας ότι
2. ισχυρή αντίδραση του οργανισμού σε έναν τραυματισμό, σε μια χειρουργική επέμβαση, σε μια αλλεργία κτλ.: Mετεγχειρητικό / σηπτικό / αλλεργικό ~.
[λόγ. < γαλλ. choc]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σοκάκι το [sokáki] Ο44 : πολύ στενός και μικρός δρόμος. (έκφρ.) πήρε τα σοκάκια, πήρε τους δρόμους.
[τουρκ. sokak -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σοκακιάρης ο [sokakáris] Ο11 θηλ. σοκακιάρα [sokakára] Ο25α : (προφ.) ως χαρακτηρισμός ανθρώπου που του αρέσει να περιφέρεται στους δρόμους.
[σοκάκ(ι) -ιάρης· σοκακιάρ(ης) -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σοκάρισμα το [sokárizma] Ο49 : δυσάρεστη ή οδυνηρή έκπληξη από κτ. απροσδόκητο.
[σοκάρ(ω) -ισμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σοκάρω [sokáro] -ομαι Ρ6 : με τα λόγια, με τις πράξεις και γενικά με τη συμπεριφορά μου προκαλώ το κοινό αίσθημα περί ηθικής και ευπρέπειας· σκανδαλίζω: Aυτά που έλεγε με σόκαραν τρομερά. Ήθελε να μας σοκάρει με το έξαλλο ντύσιμό του. Σοκαρίστηκα όταν την άκουσα να βρίζει. Ήταν φανερά σοκαρισμένος, όταν τον συνάντησα. || νιώθω έντονη και δυσάρεστη έκπληξη ή απώθηση: Σοκαρίστηκα όταν αρνήθηκε την πρόσκλησή μου. Aισθάνθηκα σοκαρισμένος στη θέα του αίματος. Πάντα με σοκάρει η βία.
[σοκ -άρω (πρβ. γαλλ. choquer)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σόκιν [sókin] Ε (άκλ.) : για κτ. που ως θέαμα ή ακρόαμα είναι τολμηρό, άσεμνο ή χυδαίο. || ~ ανέκδοτο, ανέκδοτο με τολμηρά ή χυδαία υπονοούμενα. || (ως ουσ.) το σόκιν.
[λόγ. < αγγλ. shocking]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σοκολάτα η [sokoláta] Ο25 : προϊόν ζαχαροπλαστικής που αποτελείται κυρίως από κακάο και ζάχαρη: Mια πλάκα / ένα κομμάτι ~. Άσπρη / λευκή / πικρή ~. ~ γάλακτος / αμυγδάλου / φουντουκιού. Περιχύνουμε την τούρτα με λιωμένη ~. || ρόφημα από σοκολάτα: Ένα φλιτζάνι ζεστή ~. || για παγωτά και γλυκίσματα που έχουν ως κύριο συστατικό τη σοκολάτα: Tούρτα ~. Παγωτό ~.
σοκολατίτσα η YΠΟKΟΡ. [λόγ. < γαλλ. chocolat (αρσ.) κατά το λαϊκό τσοκολάτα < ιταλ. cioccolata < ισπαν. chocolate από γλ. των Ινδιάνων· σοκολάτ(α) -ίτσα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σοκολατάκι το [sokolatáki] Ο44α : είδος μικρού γλυκίσματος με βάση τη σοκολάτα: Ένα κουτί σοκολατάκια. Στη γιορτή τού πρόσφεραν λικέρ και ~.
[σοκολάτ(α) -άκι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σοκολατένιος -α -ο [sokolaténos] Ε4 : 1. που είναι κατασκευασμένος από σοκολάτα: Σοκολατένιο αυγό. 2. που έχει το χρώμα της σοκολάτας· σοκολατής: Σοκολατένιο δέρμα.
[σοκολάτ(α) -ένιος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σοκολατής -ιά -ί [sokolatís] Ε8 & σοκολατί [sokolatí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα της σοκολάτας, ένα πολύ βαθύ καφέ· σοκολατένιος2: Mια ζακέτα σοκολατί. || (ως ουσ.) το σοκολατί, το σοκολατί χρώμα.
[σοκολάτ(α) -ής· σοκολάτ(α) -ί 4]