Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σοδομίτης ο [soδomítis] Ο10 : που επιδίδεται στο σοδομισμό.
[λόγ. < γαλλ. sodomite (-ite = -ίτης) < υστλατ. sodomita (ίδ. σημ.) < Sodoma < ελνστ. Σόδομα (από τα εβρ.)]



