Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σοβών -ούσα -ούν [sovón] Ε12β : (λόγ.) (για κτ. δυσάρεστο) που βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση, που υποβόσκει: H σοβούσα κρίση φοβάμαι ότι γρήγορα θα εκδηλωθεί.
[λόγ. μεε. του σοβώ]



