Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σοβινιστικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σοβινιστικός -ή -ό [sovinistikós] Ε1 : που έχει σχέση με το σοβινισμό: Σοβινιστικές θεωρίες / απόψεις.

[λόγ. < αγγλ. chauvinistic < chauvinist = σοβινιστ(ής) -ic = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go