Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σνιφάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σνιφάρω [snifáro] -ομαι Ρ6 : εισάγω στον οργανισμό μου από τη μύτη ουσία, συνήθ. ναρκωτική.

[λόγ. < αγγλ. sniff -άρω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go