Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σνίτσελ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σνίτσελ το [snítsel] Ο (άκλ.) : λεπτή φέτα από μοσχαρίσιο κρέας βουτηγμένο σε αυγό και τριμμένη φρυγανιά.

[λόγ. < γερμ. Schnitzel]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go