Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σμυριδόχαρτο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σμυριδόχαρτο το [zmiriδóxarto] Ο41 : χαρτί επιχρισμένο με σμυριδόσκονη για τη λείανση της επιφάνειας του ξύλου.

[λόγ. σμυριδ- (δες σμύριδα) -ο- + χαρτ(ί) -ον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες