Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σμπάρο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σμπάρο το [zbáro] Ο39 & σμπάρος ο [zbáros] Ο18 : (λαϊκότρ.) πυροβολισμός από κυνηγετικό όπλο: Ρίξανε κάμποσα σμπάρα. ΦΡ μ΄ ένα ~ δυο τρυγόνια, όταν με μία προσπάθεια μπορεί να έχει κάποιος διπλό όφελος.

[βεν. sbaro· μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go