Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σμιλεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σμιλεύω [zmilévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 : για γλύπτη, κατεργάζομαι με τη σμίλη την πέτρα ή το μάρμαρο δίνοντάς του συγκεκριμένη μορφή. || (μτφ.): Σμιλεμένο κορμί, καλοφτιαγμένο.

[λόγ. ενεργ. < ελνστ. σμιλεύομαι `κλαδεύομαι΄ κατά τη σημ. του σμίλη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go