Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σμηγματογόνος -ος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σμηγματογόνος -ος / -α -ο [zmiγmatoγónos] Ε14 : που εκκρίνει σμήγμα: Σμηγματογόνοι αδένες.

[λόγ. σμηγματ- (σμήγμα) -ο- + -γόνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες