Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σμίξιμο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σμίξιμο το [zmíksimo] Ο50 : (λογοτ.) πλησίασμα και άγγιγμα, συνάντηση ιδίως ερωτική.

[σμιξ- (σμίγω) -ιμο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go