Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σλιπ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σλιπ το [slíp] Ο (άκλ.) : ανδρικό εσώρουχο, είδος κοντού και εφαρμοστού σώβρακου. σλιπάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < γαλλ. slip < αγγλ. slip-on]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σλίπιν μπαγκ το [slípin bág] Ο (άκλ.) : είδος παπλώματος ραμμένο σε μορφή σάκου· υπνόσακος.

[λόγ. < αγγλ. sleeping bag]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες