Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σλάλομ το [slálom] Ο (άκλ.) : τεχνική κάθοδος του σκιέρ που γίνεται με γωνιώδεις ελιγμούς μέσα από ένα διάδρομο ο οποίος οριοθετείται από εύκαμπτους πασσαλίσκους.
[λόγ. < αγγλ. slalom < νορβηγικό slalom]