Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σλάλομ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σλάλομ το [slálom] Ο (άκλ.) : τεχνική κάθοδος του σκιέρ που γίνεται με γωνιώδεις ελιγμούς μέσα από ένα διάδρομο ο οποίος οριοθετείται από εύκαμπτους πασσαλίσκους.

[λόγ. < αγγλ. slalom < νορβηγικό slalom]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες