Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκώτι το [skóti] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : (λαϊκότρ.) συκώτι, κυρίως στις ΦΡ μου ΄πρηξε* τα σκώτια. βγάζω τα σκώτια μου, για ακατάσχετο εμετό.
[< συκώτι με συγκ. του άτ. [i] ]



