Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκωληκοειδίτης ο [skolikoiδítis] Ο10 : (οικ.) η σκωληκοειδίτιδα.
[< σκωληκοειδίτις η (δες στο σκωληκοειδίτιδα) μεταπλ. σε αρσ. για προσαρμ. στη δημοτ.]



