Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σκωληκοειδής -ής -ές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκωληκοειδής -ής -ές [skolikoiδís] Ε10 : (ανατ.) ~ απόφυση, απόφυση του τυφλού εντέρου.

[λόγ. < αρχ. σκωληκοειδής `που μοιά ζει με σκουλήκι΄ σημδ. γαλλ. appendice vermiforme]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go