Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκυτάλη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκυτάλη η [skitáli] Ο30 : μικρό κυλινδρικό ξύλο που χρησιμοποιείται στο αγώνισμα της σκυταλοδρομίας. ΦΡ παραδίδω τη ~ σε κπ. / παίρνω τη ~ από κπ., αναθέτω σε κπ. να συνεχίσει το έργο που άρχισα ή συνεχίζω το έργο που άρχισε κάποιος άλλος.

[λόγ. < αρχ. σκυτάλη `μπαστούνι, ράβδος με κρυπτογραφημένο μήνυμα των εφόρων της Σπάρτης προς το στρατηγό σε περίοδο εκστρατείας΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες