Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκυλο- [s
ilo] & σκυλό- [s iló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: 1. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό ανήκει ή αναφέρεται στο σκύλο: ~καβγάς, ~παρέα, σκυλότριχα. 2. (προφ., υβρ.) για άνθρωπο δύσμορφο, άσχημο γενικά ή όσον αφορά το μέρος του σώματος που εκφράζει το β' συνθετι κό: ~δόντης, ~μούρης, ~μούτσουνος. 3. (προφ.) α. χαρακτηρίζει υπερβολικά μειωτικά αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~ζωή, σκυλόμουτρο, ~παρέα. || σκυλόβηχας. β. επιτείνει την αρνητική σημασία που συνήθ. εκφράζει το β' συνθετικό: ~βαριέμαι., ~βρίζω. 4. χρησιμοποιείται στην κοι νή ονομασία ζώων, φυτών κτλ.: ~ασβός· σκυλόχορτο· σκυλόψαρο. [μσν. σκυλο- θ. του ουσ. σκύλ(ος), σκυλ(ί) -ο- ως α' συνθ.: μσν. σκυ λό-μυγα, σκυλο-πνίκτης, σκυλο-κρόμμυδο]