Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σκυλολόι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκυλολόι το [skilol(ói)] Ο45 : (υβρ.) χαρακτηρισμός ομάδας ανθρώπων ελεεινών και διεφθαρμένων: M΄ αυτό το ~ που έμπλεξες…

[σκυλο- + -λόι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go