Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκυλάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκυλάς ο [skilás] Ο1 θηλ. σκυλού [skilú] Ο37 : (προφ.) 1. τραγουδιστής σε σκυλάδικο. 2. αυτός που συχνάζει σε σκυλάδικα ή που του αρέσουν τα σκυλάδικα τραγούδια.

[σκυλ(άδικο) -άς· σκυλ(άς) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες