Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκυλάδικο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκυλάδικο το [skiláδiko] Ο41 : (προφ.) 1. νυχτερινό κέντρο με λαϊκή μουσική κατώτερης ποιότητας: Πηγαίνει κάθε βράδυ στα σκυλάδικα. 2. τραγούδι που τραγουδιέται σε σκυλάδικο: Tου αρέσουν τα σκυλάδικα. || (ως επίθ.): Aκούει από το πρωί ως το βράδυ σκυλάδικα τραγούδια.

[σκύλ(ος) -άδικο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες