Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκράπας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκράπας ο [skrápas] Ο3 : (προφ.) (συνήθ. για μαθητή ή σπουδαστή) αυτός που είναι τελείως ακατάρτιστος σε κάποιο γνωστικό τομέα ή που δυσκολεύεται να μάθει: Είναι ~ στα μαθηματικά.

[αγγλ. scrap `ελάχιστο ή άχρηστο κομματάκι΄ -ας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες