Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκράπας ο [skrápas] Ο3 : (προφ.) (συνήθ. για μαθητή ή σπουδαστή) αυτός που είναι τελείως ακατάρτιστος σε κάποιο γνωστικό τομέα ή που δυσκολεύεται να μάθει: Είναι ~ στα μαθηματικά.
[αγγλ. scrap `ελάχιστο ή άχρηστο κομματάκι΄ -ας]



