Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκοτώστρα η [skotóstra] Ο25α : (προφ.) κυρίως για τροχοφόρο το οποίο, λόγω κακής κατάστασης και συντήρησης, μπορεί να προκαλέσει θανατηφόρο ατύχημα. || (ποδ.) παίχτης σκληρός και επικίνδυνος για τον αντίπαλο.
[σκοτωσ- (σκοτώνω) -τρα]



