Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σκοτοδίνη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκοτοδίνη η [skotoδíni] Ο30 : ζαλάδα που συνοδεύεται από παροδική απώλεια της όρασης και της ισορροπίας, καθώς και από βόμβο στα αυτιά: Mου ήρθε / μ΄ έπιασε μια ~.

[λόγ. < αρχ. σκοτοδινία με σφαλερή αλλ. κατά το δίνη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go