Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκορποχέρης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκορποχέρης ο [skorpoxéris] Ο11 θηλ. σκορποχέρα [skorpoxéra] Ο25 : (προφ.) αυτός που σκορπίζει, που σπαταλά ασυλλόγιστα τα χρήματά του· σπάταλος. || (ως επίθ.).

[σκορπ(ώ) -ο- + χέρ(ι) -ης· σκορποχέρ(ης) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες