Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκοροφαγωμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκοροφαγωμένος -η -ο [skorofaγoménos] Ε3 : για ρούχο που το έχει καταστρέψει ο σκόρος. || (επέκτ.): Σκοροφαγωμένα βιβλία.

[σκόρ(ος) -ο- + φαγωμένος μππ. του τρώω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες